
Έχει ήδη κατατεθεί στη βουλή το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου». Σε αυτό, επιχειρείται η αναθεώρηση του υπάρχοντος οικογενειακού δικαίου με στόχο την δήθεν “ εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου δια της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού”.
Στο υφιστάμενο οικογενειακό δίκαιο υπάρχει η δυνατότητα άσκησης της από κοινού γονεϊκής επιμέλειας, των αποφάσεων δηλαδή που αφορούν ζητήματα της ζωής των παιδιών.. Στις περιπτώσεις διαζυγίων ,όμως, στις οποίες υπάρχει αντιδικία και που η δικαστική πρακτική τείνει να αντιμετωπίζει τη μητέρα ως την “εξ ορισμού” αρμόδια να αναλάβει την επιμέλεια των παιδιών, είναι αυτές στις οποίες το καινούργιο νομοσχέδιο προσπαθεί να επιβάλει μια διαφορετική διευθέτηση.
Συγκεκριμένα η βασική τροποποίηση που επιχειρείται με το νέο νομοσχέδιο είναι η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας και της εναλλασσόμενης κατοικίας χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των δυο γονέων ή η βούληση του ίδιου του παιδιού. Υιοθετείται ,δηλαδή ,και γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστεί με οριζόντιο τρόπο η «από κοινού και εξίσου άσκηση γονικής μέριμνας», με “αντικειμενικά κριτήρια”. Καθιερώνεται ,έτσι, ελάχιστος χρόνος επικοινωνίας το ⅓ του χρόνου του παιδιού και, εάν οι δύο γονείς επιθυμούν να μην αποδεχτούν τον υποχρεωτικό χαρακτήρα αυτών των ρυθμίσεων, θα πρέπει να εμπλακούν σε διαδικασίες κατάρτισης ιδιωτικών συμφωνητικών, να προσφύγουν σε υποχρεωτική διαμεσολάβηση και μακρόχρονους δικαστικούς αγώνες, διαδικασίες που μετατρέπουν την επίλυση των διαφορών μεταξύ γονέων σε δοκιμασίες αντοχής και τεράστιων δικαστικών εξόδων.
Με αυτό τον τρόπο, γίνεται ακόμα δυσκολότερη η δυνατότητα πρόσβασης στη δικαιοσύνη των πιο φτωχών, κοινωνικών στρωμάτων και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων τμημάτων τους, δηλαδή των προσφύγων και μεταναστών που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα. Όμως, η προστασία του συμφέροντος του παιδιού, για την οποία το νομοσχέδιο διατείνεται ότι μεριμνά, δε μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με την εξατομικευμένη προσέγγιση της κάθε οικογένειας και κάθε παιδιού ξεχωριστά, η γνώμη του οποίου πρέπει να αποτελεί κεντρικό στοιχείο αξιολόγησης.
Η επιμέλεια των παιδιών δεν μπορεί παρά να αποφασίζεται σε εξειδικευμένα δικαστήρια (οικογενειακά), με τη συνδρομή εξειδικευμένων επαγγελματιών και υπηρεσιών. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, το παιδί μετατρέπεται σε παθητικό δέκτη των δικαιωμάτων των γονιών του και έρμαιο των μεταξύ τους συγκρούσεων.
Επιπλέον, ενώ το νομοσχέδιο έρχεται σε μια συγκυρία αξιοσημείωτης αύξησης των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, δεν υπάρχει ειδική μέριμνα για αυτή στις ρυθμίσεις του, παρ’ όλο που επικαλείται ότι οι διατάξεις του θα ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κων/πολης, για την οποία θα επιμορφωθεί το δικαστικό σώμα. Το γεγονός, όμως, ότι στις διατάξεις του δεν θίγονται τα γονεϊκά δικαιώματα των ανθρώπων που έχουν κατηγορηθεί για ενδοοικογενειακή βία, αυξάνει την πιθανότητα ακόμα μεγαλύτερης έκθεσης σε αυτή, τόσο της κακοποιημένης γυναίκας (που αποτελεί την πλειοψηφία των περιπτώσεων), όσο και των ίδιων των παιδιών. Προϋπόθεση για αποκλεισμό του δράστη από τα γονεϊκά του δικαιώματα ορίζεται η “κακή άσκηση της γονικής μέριμνας”, που αποδεικνύεται με “οριστική δικαστική απόφαση”, διαδικασία που με βάση την ελληνική δικαστική πραγματικότητα σημαίνει 4-5 χρόνια αναμονής. Ακόμα, η υποχρεωτική διαμεσολάβηση που θεσπίζει ο νόμος σε περιπτώσεις μη συναινετικής επίλυσης των διαφορών έρχεται σε αντίθεση με την Σύμβαση της Κων/πολης,η οποία απαγορεύει την υποχρεωτική διαμεσολάβηση σε περιπτώσεις βίας. Και παρά το γεγονός ότι- με το ισχύον νομικό πλαίσιο- τα παιδιά που εκτίθενται σε ενδοοικογενειακή βία θεωρούνται και αυτά θύματά της, ακόμα και όταν η βίαιη πράξη δεν στρέφεται άμεσα εναντίον τους, το νομοσχέδιο ορίζει ότι ο κακοποιητής γονέας θα μπορεί να συνεχίσει να έχει επαφή μαζί τους στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη οριστική καταδίκη του.
Όλες αυτές οι αλλαγές που προτείνονται , δεν αποτέλεσαν προϊόν διαβούλευσης με ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και επιστημονικών φορέων, όπως θα έπρεπε, αλλά αποτέλεσμα ομάδων πίεσης, δηλαδή δυσαρεστημένων “ενεργών μπαμπάδων”. Έτσι, το συμφέρον του παιδιού στην ουσία, παραμένει μια αοριστολογία, η συνεπιμέλεια στις περιπτώσεις αντιδικίας παραμένει πεδίο συγκρούσεων, ενώ δεν υφίσταται ουσιαστική και έμπρακτη εναρμόνιση του δικαίου με διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την έμφυλη βία.
Τέλος, στις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη- και έτσι τις αποκλείει ως μη υφιστάμενες- για νέες μορφές συμβίωσης, όπως αυτή μεταξύ ομόφυλων ατόμων (τα οποία ήδη αποκλείονται από την τεκνοθεσία) και άλλων εναλλακτικών μοντέλων οικογένειας (ενώσεις ομόφυλων προσώπων, τρανς γονεϊκότητα) ,ενώ σε κανένα σημείο δεν γίνεται λόγος για εξασφάλιση νομικών δικαιωμάτων μη βιολογικών γονέων.
Είναι σαφές ότι το νομοσχέδιο για την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου αποτελεί οπισθοδρόμηση. Για την κοινωνική και ψυχική ανάπτυξη των παιδιών, για τη διεκδίκηση της ενεργούς γονεϊκότητας από όλα τα άτομα που την επιθυμούν- ανεξάρτητα από φύλο, φυλή και τάξη- υπάρχει η ανάγκη για παράλληλη δημιουργία και στήριξη όλων εκείνων των κοινωνικών δομών που είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη τόσο των παιδιών όσο και την στήριξη των γονέων τους. Και εδώ καθοριστικός μπορεί και πρέπει να είναι ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Γι αυτό και ως ΠΟΛΗ ΑΛΛΙΩΣ σταθερά διεκδικούμε
~δημόσιες δομές πρόνοιας( βρεφονηπιακοί-παιδικοί σταθμοί, χώροι δημιουργικής απασχόλησης)κατάλληλα στελεχωμένες και δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα για όλα τα παιδιά. ~ διεύρυνση και ενίσχυση των συμβουλευτικών σταθμών γονέων,
~ ενίσχυση των ήδη υπαρχουσών κρατικών δομών φιλοξενίας για τις κακοποιημένες γυναίκες, δημιουργία νέων – καθώς και αντίστοιχων για ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα- με παράλληλη νομική, οικονομική και ψυχολογική υποστήριξη των θυμάτων έμφυλης βίας.~ προστασία της μητρότητας και αντιμετώπιση της ανεργίας που κυρίως πλήττει τις γυναίκες.
~ διεύρυνση των γονεϊκών αδειών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και δημιουργία υποστηρικτικών κοινωνικών υπηρεσιών για τους γονείς με ειδικές ανάγκες.
Μόνο με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεται η ανάπτυξη των παιδιών σε ένα περιβάλλον χωρίς βία ή συνεχείς συγκρούσεις. Μόνο έτσι είναι δυνατή μια κοινωνία χωρίς έμφυλες, ταξικές και φυλετικές ανισότητες.